Έτσι ονόμαζαν οι Έλληνες του Πόντου τα θερινά βοσκοτόπια που εκτείνονταν στα οροπέδια και τις πλαγιές των Ποντιακών Άλπεων σε υψόμετρα από 1.500 μέχρι και 2.500 συνήθως. Σε ορισμένα παρχάρια, που ήταν πραγματικά παραθεριστικά κέντρα, υπήρχαν παρεκκλήσια που γιόρταζαν το καλοκαίρι. Σε αυτά γίνονταν μεγάλα πανηγύρια στα οποία έπαιρναν μέρος δεκάδες χωριά, από κοντινές και απομακρυσμένες περιοχές. Η επιστροφή από το παρχάρι έπαιρνε επίσης πανηγυρικό χαρακτήρα. Όλο το χωριό ήταν στο πόδι, για να υποδεχτεί τους παρχαρέτες.
Εσύ έλα α’ σο παρχάρ’, εγω α’ σην ξενητείαν, τ’ ομμάτια μ’ εσκοτείνεψαν α’ σην αροθυμίαν. Ο προσφυγικός και απόδημος ποντιακός Ελληνισμός πιστός πάντα στις παραδόσεις όπου και αν βρέθηκε δεν λησμόνησε ποτέ το ολοήμερο υπαίθριο πανηγύρι των Παρχαρίων του Πόντου. Το παρχάρ’ ήταν ορεινός οικισμός. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση παρά και το ουσιαστικό χωρίον και σημαίνει την περιοχή κοντά στο χωριό. Στα παρχάρια μετέβαιναν οι κτηνοτροφικές οικογένειες το καλοκαίρι, προκειμένου να εκμεταλλευτούν τις ευνοϊκές για την εκτροφή των κοπαδιών τους συνθήκες. Η παρχαρωμάνα, με τις βοηθούς της, τις ρωμάνες διέμεναν σε καλύβες, οι οποίες όλες μαζί συγκροτούσαν έναν κτηνοτροφικού χαρακτήρα οικισμό. Αυτή η μετακίνηση των κτηνοτρόφων ήταν επιβεβλημένη και γινόταν ανελλιπώς κάθε χρόνο, καθώς στο βουνό οι συνθήκες για την εκτροφή των κοπαδιών ήταν ιδανικές. Δεν ήταν ωστόσο λίγες οι περιπτώσεις που αστικές οικογένειες εγκαθίσταντο στο βουνό προκειμένου να παραθερίσουν απολαμβάνοντας το ορεινό κλίμα και την ομορφιά του τοπίου. |